Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετακυκλέομαι
μετακυλίνδω
μετακύμιος
μεταλαγχάνω
μεταλαμβάνω
μεταλγέω
μεταλγής
μεταλδήσκω
μεταλήγω
μεταληπτέον
μεταληπτικός
μετάληψις
μεταλισχευτέον
μεταλλαγή
μεταλλακτέον
μεταλλακτήρ
μεταλλακτός
μετάλλαξις
μεταλλάρχης
μεταλλάσσω
μετάλλατος
View word page
μεταληπτικός
capable of partaking of

ShortDef

capable of partaking of

Debugging

Headword:
μεταληπτικός
Headword (normalized):
μεταληπτικός
Headword (normalized/stripped):
μεταληπτικος
IDX:
56143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56144
Key:

Data

{'content': 'capable of partaking of'}