Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετακρούω
μετακτέον
μετακτίζω
μετακυκλέομαι
μετακυλίνδω
μετακύμιος
μεταλαγχάνω
μεταλαμβάνω
μεταλγέω
μεταλγής
μεταλδήσκω
μεταλήγω
μεταληπτέον
μεταληπτικός
μετάληψις
μεταλισχευτέον
μεταλλαγή
μεταλλακτέον
μεταλλακτήρ
μεταλλακτός
μετάλλαξις
View word page
μεταλδήσκω
change in growing

ShortDef

change in growing

Debugging

Headword:
μεταλδήσκω
Headword (normalized):
μεταλδήσκω
Headword (normalized/stripped):
μεταλδησκω
IDX:
56140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56141
Key:

Data

{'content': 'change in growing'}