Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετακόπτω
μετακοσμέω
μετακόσμησις
μετακόσμιος
μετακρούω
μετακτέον
μετακτίζω
μετακυκλέομαι
μετακυλίνδω
μετακύμιος
μεταλαγχάνω
μεταλαμβάνω
μεταλγέω
μεταλγής
μεταλδήσκω
μεταλήγω
μεταληπτέον
μεταληπτικός
μετάληψις
μεταλισχευτέον
μεταλλαγή
View word page
μεταλαγχάνω
to have a share

ShortDef

to have a share

Debugging

Headword:
μεταλαγχάνω
Headword (normalized):
μεταλαγχάνω
Headword (normalized/stripped):
μεταλαγχανω
IDX:
56136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56137
Key:

Data

{'content': 'to have a share'}