Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετακομίζω
μετακόμισις
μετακομιστέος
μετακόνδυλοι
μετακόπτω
μετακοσμέω
μετακόσμησις
μετακόσμιος
μετακρούω
μετακτέον
μετακτίζω
μετακυκλέομαι
μετακυλίνδω
μετακύμιος
μεταλαγχάνω
μεταλαμβάνω
μεταλγέω
μεταλγής
μεταλδήσκω
μεταλήγω
μεταληπτέον
View word page
μετακτίζω
remove a settlement

ShortDef

remove a settlement

Debugging

Headword:
μετακτίζω
Headword (normalized):
μετακτίζω
Headword (normalized/stripped):
μετακτιζω
IDX:
56132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56133
Key:

Data

{'content': 'remove a settlement'}