Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναδιδάσκω
ἀναδιδράσκω
ἀναδίδωμι
ἀναδικάζω
ἀναδικεῖν
ἀναδικέω
ἀναδικία
ἀνάδικος
ἀναδινεύω
ἀναδινέω
ἀναδιπλασιάζω
ἀναδιπλασιασμός
ἀναδιπλόω
ἀναδίπλωσις
ἀναδιφάω
ἀναδιχότομος
ἀναδοιδυκίζω
ἀνάδομα
ἀναδομέω
ἀναδομή
ἀναδονέω
View word page
ἀναδιπλασιάζω
reduplicate
ShortDef
reduplicate
Debugging
Headword:
ἀναδιπλασιάζω
Headword (normalized):
ἀναδιπλασιάζω
Headword (normalized/stripped):
αναδιπλασιαζω
IDX:
5612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5613
Key:
Data
{'content': 'reduplicate'}