Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετακοιμίζομαι
μετακοίμιος
μετάκοινος
μετακοίνωνος
μετακολουθέω
μετακομιδή
μετακομίζω
μετακόμισις
μετακομιστέος
μετακόνδυλοι
μετακόπτω
μετακοσμέω
μετακόσμησις
μετακόσμιος
μετακρούω
μετακτέον
μετακτίζω
μετακυκλέομαι
μετακυλίνδω
μετακύμιος
μεταλαγχάνω
View word page
μετακόπτω
stamp, coin anew

ShortDef

stamp, coin anew

Debugging

Headword:
μετακόπτω
Headword (normalized):
μετακόπτω
Headword (normalized/stripped):
μετακοπτω
IDX:
56126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56127
Key:

Data

{'content': 'stamp, coin anew'}