Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετάκλισις
μετακλύζω
μετακοιμίζομαι
μετακοίμιος
μετάκοινος
μετακοίνωνος
μετακολουθέω
μετακομιδή
μετακομίζω
μετακόμισις
μετακομιστέος
μετακόνδυλοι
μετακόπτω
μετακοσμέω
μετακόσμησις
μετακόσμιος
μετακρούω
μετακτέον
μετακτίζω
μετακυκλέομαι
μετακυλίνδω
View word page
μετακομιστέος
to betransported

ShortDef

to betransported

Debugging

Headword:
μετακομιστέος
Headword (normalized):
μετακομιστέος
Headword (normalized/stripped):
μετακομιστεος
IDX:
56124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56125
Key:

Data

{'content': 'to betransported'}