Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετάκλητος
μετακλίνω
μετάκλισις
μετακλύζω
μετακοιμίζομαι
μετακοίμιος
μετάκοινος
μετακοίνωνος
μετακολουθέω
μετακομιδή
μετακομίζω
μετακόμισις
μετακομιστέος
μετακόνδυλοι
μετακόπτω
μετακοσμέω
μετακόσμησις
μετακόσμιος
μετακρούω
μετακτέον
μετακτίζω
View word page
μετακομίζω
to transport
ShortDef
to transport
Debugging
Headword:
μετακομίζω
Headword (normalized):
μετακομίζω
Headword (normalized/stripped):
μετακομιζω
IDX:
56122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56123
Key:
Data
{'content': 'to transport'}