Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετάκλησις
μετακλητέος
μετάκλητος
μετακλίνω
μετάκλισις
μετακλύζω
μετακοιμίζομαι
μετακοίμιος
μετάκοινος
μετακοίνωνος
μετακολουθέω
μετακομιδή
μετακομίζω
μετακόμισις
μετακομιστέος
μετακόνδυλοι
μετακόπτω
μετακοσμέω
μετακόσμησις
μετακόσμιος
μετακρούω
View word page
μετακολουθέω
pursue

ShortDef

pursue

Debugging

Headword:
μετακολουθέω
Headword (normalized):
μετακολουθέω
Headword (normalized/stripped):
μετακολουθεω
IDX:
56120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56121
Key:

Data

{'content': 'pursue'}