Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετακληρουχέω
μετάκλησις
μετακλητέος
μετάκλητος
μετακλίνω
μετάκλισις
μετακλύζω
μετακοιμίζομαι
μετακοίμιος
μετάκοινος
μετακοίνωνος
μετακολουθέω
μετακομιδή
μετακομίζω
μετακόμισις
μετακομιστέος
μετακόνδυλοι
μετακόπτω
μετακοσμέω
μετακόσμησις
μετακόσμιος
View word page
μετακοίνωνος
having a share in

ShortDef

having a share in

Debugging

Headword:
μετακοίνωνος
Headword (normalized):
μετακοίνωνος
Headword (normalized/stripped):
μετακοινωνος
IDX:
56119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56120
Key:

Data

{'content': 'having a share in'}