Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετακιόνιον
μετακλαίω
μετακλείω
μετακληρουχέω
μετάκλησις
μετακλητέος
μετάκλητος
μετακλίνω
μετάκλισις
μετακλύζω
μετακοιμίζομαι
μετακοίμιος
μετάκοινος
μετακοίνωνος
μετακολουθέω
μετακομιδή
μετακομίζω
μετακόμισις
μετακομιστέος
μετακόνδυλοι
μετακόπτω
View word page
μετακοιμίζομαι
to change to a state of sleep, to be lulled to sleep
ShortDef
to change to a state of sleep, to be lulled to sleep
Debugging
Headword:
μετακοιμίζομαι
Headword (normalized):
μετακοιμίζομαι
Headword (normalized/stripped):
μετακοιμιζομαι
IDX:
56116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56117
Key:
Data
{'content': 'to change to a state of sleep, to be lulled to sleep'}