Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάδηξις
ἀναδιδακτέον
ἀναδιδάσκω
ἀναδιδράσκω
ἀναδίδωμι
ἀναδικάζω
ἀναδικεῖν
ἀναδικέω
ἀναδικία
ἀνάδικος
ἀναδινεύω
ἀναδινέω
ἀναδιπλασιάζω
ἀναδιπλασιασμός
ἀναδιπλόω
ἀναδίπλωσις
ἀναδιφάω
ἀναδιχότομος
ἀναδοιδυκίζω
ἀνάδομα
ἀναδομέω
View word page
ἀναδινεύω
whirl about

ShortDef

whirl about

Debugging

Headword:
ἀναδινεύω
Headword (normalized):
ἀναδινεύω
Headword (normalized/stripped):
αναδινευω
IDX:
5610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5611
Key:

Data

{'content': 'whirl about'}