Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετακεράννυμι
μετάκερας
μετακέρασμα
μετακιάθω
μετακινέω
μετακίνημα
μετακίνησις
μετακινητέος
μετακινητός
μετακιόνιον
μετακλαίω
μετακλείω
μετακληρουχέω
μετάκλησις
μετακλητέος
μετάκλητος
μετακλίνω
μετάκλισις
μετακλύζω
μετακοιμίζομαι
μετακοίμιος
View word page
μετακλαίω
to weep afterwards

ShortDef

to weep afterwards

Debugging

Headword:
μετακλαίω
Headword (normalized):
μετακλαίω
Headword (normalized/stripped):
μετακλαιω
IDX:
56107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56108
Key:

Data

{'content': 'to weep afterwards'}