Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετακενόω
μετακεντρίζω
μετακεράννυμι
μετάκερας
μετακέρασμα
μετακιάθω
μετακινέω
μετακίνημα
μετακίνησις
μετακινητέος
μετακινητός
μετακιόνιον
μετακλαίω
μετακλείω
μετακληρουχέω
μετάκλησις
μετακλητέος
μετάκλητος
μετακλίνω
μετάκλισις
μετακλύζω
View word page
μετακινητός
to be disturbed

ShortDef

to be disturbed

Debugging

Headword:
μετακινητός
Headword (normalized):
μετακινητός
Headword (normalized/stripped):
μετακινητος
IDX:
56105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56106
Key:

Data

{'content': 'to be disturbed'}