Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάδημα
ἀνάδηξις
ἀναδιδακτέον
ἀναδιδάσκω
ἀναδιδράσκω
ἀναδίδωμι
ἀναδικάζω
ἀναδικεῖν
ἀναδικέω
ἀναδικία
ἀνάδικος
ἀναδινεύω
ἀναδινέω
ἀναδιπλασιάζω
ἀναδιπλασιασμός
ἀναδιπλόω
ἀναδίπλωσις
ἀναδιφάω
ἀναδιχότομος
ἀναδοιδυκίζω
ἀνάδομα
View word page
ἀνάδικος
tried over again
ShortDef
tried over again
Debugging
Headword:
ἀνάδικος
Headword (normalized):
ἀνάδικος
Headword (normalized/stripped):
αναδικος
IDX:
5609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5610
Key:
Data
{'content': 'tried over again'}