Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταίρω
μεταΐσσω
μεταιτέω
μεταίτης
μεταίτιος
μεταίχμιον
μεταίχμιος
μετακαθέζομαι
μετακαθίζω
μετακαθοπλίζω
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακάρπιον
μετακατασκευάζω
μετακατασκευή
μετακαταχέω
μετακαταψύχομαι
μετάκειμαι
μετακενόω
μετακεντρίζω
μετακεράννυμι
View word page
μετακαινίζω
to model anew

ShortDef

to model anew

Debugging

Headword:
μετακαινίζω
Headword (normalized):
μετακαινίζω
Headword (normalized/stripped):
μετακαινιζω
IDX:
56087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56088
Key:

Data

{'content': 'to model anew'}