Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταιβολία
μεταΐγδην
μεταΐζω
μεταίρω
μεταΐσσω
μεταιτέω
μεταίτης
μεταίτιος
μεταίχμιον
μεταίχμιος
μετακαθέζομαι
μετακαθίζω
μετακαθοπλίζω
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακάρπιον
μετακατασκευάζω
μετακατασκευή
μετακαταχέω
μετακαταψύχομαι
μετάκειμαι
View word page
μετακαθέζομαι
to change one's seat

ShortDef

to change one's seat

Debugging

Headword:
μετακαθέζομαι
Headword (normalized):
μετακαθέζομαι
Headword (normalized/stripped):
μετακαθεζομαι
IDX:
56084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56085
Key:

Data

{'content': "to change one's seat"}