Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετάθεσις
μεταθετέον
μετάθετος
μεταθέω
μεταθύω
μεταιβολία
μεταΐγδην
μεταΐζω
μεταίρω
μεταΐσσω
μεταιτέω
μεταίτης
μεταίτιος
μεταίχμιον
μεταίχμιος
μετακαθέζομαι
μετακαθίζω
μετακαθοπλίζω
μετακαινίζω
μετακαλέω
μετακάρπιον
View word page
μεταιτέω
to demand one's share of

ShortDef

to demand one's share of

Debugging

Headword:
μεταιτέω
Headword (normalized):
μεταιτέω
Headword (normalized/stripped):
μεταιτεω
IDX:
56079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56080
Key:

Data

{'content': "to demand one's share of"}