Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μέταζε
μεταζεύγνυμι
μεταζήτησις
μετάθεσις
μεταθετέον
μετάθετος
μεταθέω
μεταθύω
μεταιβολία
μεταΐγδην
μεταΐζω
μεταίρω
μεταΐσσω
μεταιτέω
μεταίτης
μεταίτιος
μεταίχμιον
μεταίχμιος
μετακαθέζομαι
μετακαθίζω
μετακαθοπλίζω
View word page
μεταΐζω
sit among
ShortDef
sit among
Debugging
Headword:
μεταΐζω
Headword (normalized):
μεταΐζω
Headword (normalized/stripped):
μεταιζω
IDX:
56076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56077
Key:
Data
{'content': 'sit among'}