Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετάδοσις
μεταδοτέον
μεταδοτέος
μεταδότης
μεταδοτικός
μετάδουπος
μεταδρομάδην
μεταδρομή
μετάδρομος
μέταζε
μεταζεύγνυμι
μεταζήτησις
μετάθεσις
μεταθετέον
μετάθετος
μεταθέω
μεταθύω
μεταιβολία
μεταΐγδην
μεταΐζω
μεταίρω
View word page
μεταζεύγνυμι
to put to another carriage
ShortDef
to put to another carriage
Debugging
Headword:
μεταζεύγνυμι
Headword (normalized):
μεταζεύγνυμι
Headword (normalized/stripped):
μεταζευγνυμι
IDX:
56067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56068
Key:
Data
{'content': 'to put to another carriage'}