Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταδοξάζω
μεταδόρπιος
μεταδόσιμον
μετάδοσις
μεταδοτέον
μεταδοτέος
μεταδότης
μεταδοτικός
μετάδουπος
μεταδρομάδην
μεταδρομή
μετάδρομος
μέταζε
μεταζεύγνυμι
μεταζήτησις
μετάθεσις
μεταθετέον
μετάθετος
μεταθέω
μεταθύω
μεταιβολία
View word page
μεταδρομή
a running after, pursuit

ShortDef

a running after, pursuit

Debugging

Headword:
μεταδρομή
Headword (normalized):
μεταδρομή
Headword (normalized/stripped):
μεταδρομη
IDX:
56064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56065
Key:

Data

{'content': 'a running after, pursuit'}