Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταδίδωμι
μεταδιεράω
μεταδιοικέω
μεταδιοίκησις
μεταδίομαι
μεταδιορθόω
μεταδιόρθωσις
μεταδιορισμός
μεταδιωκτέον
μεταδίωκτος
μεταδιώκω
μεταδίωξις
μεταδοκέω
μεταδοξάζω
μεταδόρπιος
μεταδόσιμον
μετάδοσις
μεταδοτέον
μεταδοτέος
μεταδότης
μεταδοτικός
View word page
μεταδιώκω
to follow closely after, pursue

ShortDef

to follow closely after, pursue

Debugging

Headword:
μεταδιώκω
Headword (normalized):
μεταδιώκω
Headword (normalized/stripped):
μεταδιωκω
IDX:
56051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56052
Key:

Data

{'content': 'to follow closely after, pursue'}