Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταγωγός
μεταδαίνυμαι
μεταδειπνέω
μεταδετέον
μεταδέχομαι
μεταδέω
μεταδήμιος
μεταδιαιτάω
μεταδιαταγή
μεταδιατάσσω
μεταδιατίθεμαι
μεταδιδάσκω
μεταδίδωμι
μεταδιεράω
μεταδιοικέω
μεταδιοίκησις
μεταδίομαι
μεταδιορθόω
μεταδιόρθωσις
μεταδιορισμός
μεταδιωκτέον
View word page
μεταδιατίθεμαι
alter a will

ShortDef

alter a will

Debugging

Headword:
μεταδιατίθεμαι
Headword (normalized):
μεταδιατίθεμαι
Headword (normalized/stripped):
μεταδιατιθεμαι
IDX:
56039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56040
Key:

Data

{'content': 'alter a will'}