Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταγράφω
μετάγω
μεταγωγή
μεταγωγός
μεταδαίνυμαι
μεταδειπνέω
μεταδετέον
μεταδέχομαι
μεταδέω
μεταδήμιος
μεταδιαιτάω
μεταδιαταγή
μεταδιατάσσω
μεταδιατίθεμαι
μεταδιδάσκω
μεταδίδωμι
μεταδιεράω
μεταδιοικέω
μεταδιοίκησις
μεταδίομαι
μεταδιορθόω
View word page
μεταδιαιτάω
to change one's way of life
ShortDef
to change one's way of life
Debugging
Headword:
μεταδιαιτάω
Headword (normalized):
μεταδιαιτάω
Headword (normalized/stripped):
μεταδιαιταω
IDX:
56036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56037
Key:
Data
{'content': "to change one's way of life"}