Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταγιγνώσκω
μετάγνοια
μεταγνώμη
μετάγνωσις
μεταγραμματίζω
μεταγραμματισμός
μεταγραπτέον
μεταγραφεύς
μεταγραφή
μεταγραφικός
μεταγράφω
μετάγω
μεταγωγή
μεταγωγός
μεταδαίνυμαι
μεταδειπνέω
μεταδετέον
μεταδέχομαι
μεταδέω
μεταδήμιος
μεταδιαιτάω
View word page
μεταγράφω
to write differently, to alter

ShortDef

to write differently, to alter

Debugging

Headword:
μεταγράφω
Headword (normalized):
μεταγράφω
Headword (normalized/stripped):
μεταγραφω
IDX:
56026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56027
Key:

Data

{'content': 'to write differently, to alter'}