Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μεταγειτνιών
μεταγενής
μεταγεννάω
μεταγίγνομαι
μεταγιγνώσκω
μετάγνοια
μεταγνώμη
μετάγνωσις
μεταγραμματίζω
μεταγραμματισμός
μεταγραπτέον
μεταγραφεύς
μεταγραφή
μεταγραφικός
μεταγράφω
μετάγω
μεταγωγή
μεταγωγός
μεταδαίνυμαι
μεταδειπνέω
μεταδετέον
View word page
μεταγραπτέον
one must correct, alter

ShortDef

one must correct, alter

Debugging

Headword:
μεταγραπτέον
Headword (normalized):
μεταγραπτέον
Headword (normalized/stripped):
μεταγραπτεον
IDX:
56022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56023
Key:

Data

{'content': 'one must correct, alter'}