Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετάβουλος
μετάγγελος
μεταγγίζω
μεταγγισμός
Μεταγείτνια
Μεταγείτνιος
Μεταγειτνιών
μεταγενής
μεταγεννάω
μεταγίγνομαι
μεταγιγνώσκω
μετάγνοια
μεταγνώμη
μετάγνωσις
μεταγραμματίζω
μεταγραμματισμός
μεταγραπτέον
μεταγραφεύς
μεταγραφή
μεταγραφικός
μεταγράφω
View word page
μεταγιγνώσκω
to change one's mind, to repent

ShortDef

to change one's mind, to repent

Debugging

Headword:
μεταγιγνώσκω
Headword (normalized):
μεταγιγνώσκω
Headword (normalized/stripped):
μεταγιγνωσκω
IDX:
56016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56017
Key:

Data

{'content': "to change one's mind, to repent"}