Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταβουλεύω
μετάβουλος
μετάγγελος
μεταγγίζω
μεταγγισμός
Μεταγείτνια
Μεταγείτνιος
Μεταγειτνιών
μεταγενής
μεταγεννάω
μεταγίγνομαι
μεταγιγνώσκω
μετάγνοια
μεταγνώμη
μετάγνωσις
μεταγραμματίζω
μεταγραμματισμός
μεταγραπτέον
μεταγραφεύς
μεταγραφή
μεταγραφικός
View word page
μεταγίγνομαι
take place later

ShortDef

take place later

Debugging

Headword:
μεταγίγνομαι
Headword (normalized):
μεταγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
μεταγιγνομαι
IDX:
56015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56016
Key:

Data

{'content': 'take place later'}