Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταβολιμαῖος
μετάβολος
μεταβόλος
μεταβούλευμα
μεταβουλεύω
μετάβουλος
μετάγγελος
μεταγγίζω
μεταγγισμός
Μεταγείτνια
Μεταγείτνιος
Μεταγειτνιών
μεταγενής
μεταγεννάω
μεταγίγνομαι
μεταγιγνώσκω
μετάγνοια
μεταγνώμη
μετάγνωσις
μεταγραμματίζω
μεταγραμματισμός
View word page
Μεταγείτνιος
changed their neighbours

ShortDef

changed their neighbours

Debugging

Headword:
Μεταγείτνιος
Headword (normalized):
μεταγείτνιος
Headword (normalized/stripped):
μεταγειτνιος
IDX:
56011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56012
Key:

Data

{'content': 'changed their neighbours'}