Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταβοθρεύω
μεταβολά
μεταβολεύς
μεταβολή
μεταβολικός
μεταβολιμαῖος
μετάβολος
μεταβόλος
μεταβούλευμα
μεταβουλεύω
μετάβουλος
μετάγγελος
μεταγγίζω
μεταγγισμός
Μεταγείτνια
Μεταγείτνιος
Μεταγειτνιών
μεταγενής
μεταγεννάω
μεταγίγνομαι
μεταγιγνώσκω
View word page
μετάβουλος
changing one's mind, changeful

ShortDef

changing one's mind, changeful

Debugging

Headword:
μετάβουλος
Headword (normalized):
μετάβουλος
Headword (normalized/stripped):
μεταβουλος
IDX:
56006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56007
Key:

Data

{'content': "changing one's mind, changeful"}