Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταβιβαστέος
μεταβιόω
μεταβλαστάνω
μεταβλέπω
μεταβλητέον
μεταβλητέος
μεταβλητικός
μεταβλητός
μεταβοθρεύω
μεταβολά
μεταβολεύς
μεταβολή
μεταβολικός
μεταβολιμαῖος
μετάβολος
μεταβόλος
μεταβούλευμα
μεταβουλεύω
μετάβουλος
μετάγγελος
μεταγγίζω
View word page
μεταβολεύς
one who exchanges

ShortDef

one who exchanges

Debugging

Headword:
μεταβολεύς
Headword (normalized):
μεταβολεύς
Headword (normalized/stripped):
μεταβολευς
IDX:
55998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55999
Key:

Data

{'content': 'one who exchanges'}