Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταβιάζομαι
μεταβιβάζω
μεταβιβαστέος
μεταβιόω
μεταβλαστάνω
μεταβλέπω
μεταβλητέον
μεταβλητέος
μεταβλητικός
μεταβλητός
μεταβοθρεύω
μεταβολά
μεταβολεύς
μεταβολή
μεταβολικός
μεταβολιμαῖος
μετάβολος
μεταβόλος
μεταβούλευμα
μεταβουλεύω
μετάβουλος
View word page
μεταβοθρεύω
move into another trench, transplant

ShortDef

move into another trench, transplant

Debugging

Headword:
μεταβοθρεύω
Headword (normalized):
μεταβοθρεύω
Headword (normalized/stripped):
μεταβοθρευω
IDX:
55996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55997
Key:

Data

{'content': 'move into another trench, transplant'}