Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετάβασις
μεταβατέον
μεταβάτης
μεταβατικός
μεταβατός
μεταβιάζομαι
μεταβιβάζω
μεταβιβαστέος
μεταβιόω
μεταβλαστάνω
μεταβλέπω
μεταβλητέον
μεταβλητέος
μεταβλητικός
μεταβλητός
μεταβοθρεύω
μεταβολά
μεταβολεύς
μεταβολή
μεταβολικός
μεταβολιμαῖος
View word page
μεταβλέπω
change one's point of view
ShortDef
change one's point of view
Debugging
Headword:
μεταβλέπω
Headword (normalized):
μεταβλέπω
Headword (normalized/stripped):
μεταβλεπω
IDX:
55991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55992
Key:
Data
{'content': "change one's point of view"}