Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταβασανίζω
μετάβασις
μεταβατέον
μεταβάτης
μεταβατικός
μεταβατός
μεταβιάζομαι
μεταβιβάζω
μεταβιβαστέος
μεταβιόω
μεταβλαστάνω
μεταβλέπω
μεταβλητέον
μεταβλητέος
μεταβλητικός
μεταβλητός
μεταβοθρεύω
μεταβολά
μεταβολεύς
μεταβολή
μεταβολικός
View word page
μεταβλαστάνω
grow differently

ShortDef

grow differently

Debugging

Headword:
μεταβλαστάνω
Headword (normalized):
μεταβλαστάνω
Headword (normalized/stripped):
μεταβλαστανω
IDX:
55990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55991
Key:

Data

{'content': 'grow differently'}