Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταβάπτω
μεταβασανίζω
μετάβασις
μεταβατέον
μεταβάτης
μεταβατικός
μεταβατός
μεταβιάζομαι
μεταβιβάζω
μεταβιβαστέος
μεταβιόω
μεταβλαστάνω
μεταβλέπω
μεταβλητέον
μεταβλητέος
μεταβλητικός
μεταβλητός
μεταβοθρεύω
μεταβολά
μεταβολεύς
μεταβολή
View word page
μεταβιόω
live after, survive

ShortDef

live after, survive

Debugging

Headword:
μεταβιόω
Headword (normalized):
μεταβιόω
Headword (normalized/stripped):
μεταβιοω
IDX:
55989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55990
Key:

Data

{'content': 'live after, survive'}