Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεταβάλλω
μεταβάπτω
μεταβασανίζω
μετάβασις
μεταβατέον
μεταβάτης
μεταβατικός
μεταβατός
μεταβιάζομαι
μεταβιβάζω
μεταβιβαστέος
μεταβιόω
μεταβλαστάνω
μεταβλέπω
μεταβλητέον
μεταβλητέος
μεταβλητικός
μεταβλητός
μεταβοθρεύω
μεταβολά
μεταβολεύς
View word page
μεταβιβαστέος
to be altered

ShortDef

to be altered

Debugging

Headword:
μεταβιβαστέος
Headword (normalized):
μεταβιβαστέος
Headword (normalized/stripped):
μεταβιβαστεος
IDX:
55988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55989
Key:

Data

{'content': 'to be altered'}