Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μεταβάπτω
μεταβασανίζω
μετάβασις
μεταβατέον
μεταβάτης
μεταβατικός
μεταβατός
μεταβιάζομαι
μεταβιβάζω
μεταβιβαστέος
μεταβιόω
μεταβλαστάνω
μεταβλέπω
μεταβλητέον
μεταβλητέος
μεταβλητικός
μεταβλητός
μεταβοθρεύω
μεταβολά
View word page
μεταβιβάζω
to carry over, shift bring into another place
ShortDef
to carry over, shift bring into another place
Debugging
Headword:
μεταβιβάζω
Headword (normalized):
μεταβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
μεταβιβαζω
IDX:
55987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55988
Key:
Data
{'content': 'to carry over, shift bring into another place'}