Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετά
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μεταβάπτω
μεταβασανίζω
μετάβασις
μεταβατέον
μεταβάτης
μεταβατικός
μεταβατός
μεταβιάζομαι
μεταβιβάζω
μεταβιβαστέος
μεταβιόω
μεταβλαστάνω
μεταβλέπω
μεταβλητέον
μεταβλητέος
μεταβλητικός
μεταβλητός
μεταβοθρεύω
View word page
μεταβιάζομαι
do violence to

ShortDef

do violence to

Debugging

Headword:
μεταβιάζομαι
Headword (normalized):
μεταβιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
μεταβιαζομαι
IDX:
55986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55987
Key:

Data

{'content': 'do violence to'}