Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέσωρος
μετά
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μεταβάπτω
μεταβασανίζω
μετάβασις
μεταβατέον
μεταβάτης
μεταβατικός
μεταβατός
μεταβιάζομαι
μεταβιβάζω
μεταβιβαστέος
μεταβιόω
μεταβλαστάνω
μεταβλέπω
μεταβλητέον
μεταβλητέος
μεταβλητικός
μεταβλητός
View word page
μεταβατός
allowing of passage

ShortDef

allowing of passage

Debugging

Headword:
μεταβατός
Headword (normalized):
μεταβατός
Headword (normalized/stripped):
μεταβατος
IDX:
55985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55986
Key:

Data

{'content': 'allowing of passage'}