Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεσῳδός
μέσωρος
μετά
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μεταβάπτω
μεταβασανίζω
μετάβασις
μεταβατέον
μεταβάτης
μεταβατικός
μεταβατός
μεταβιάζομαι
μεταβιβάζω
μεταβιβαστέος
μεταβιόω
μεταβλαστάνω
μεταβλέπω
μεταβλητέον
μεταβλητέος
μεταβλητικός
View word page
μεταβατικός
able to pass from one place to another
ShortDef
able to pass from one place to another
Debugging
Headword:
μεταβατικός
Headword (normalized):
μεταβατικός
Headword (normalized/stripped):
μεταβατικος
IDX:
55984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55985
Key:
Data
{'content': 'able to pass from one place to another'}