Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεσῳδικός
μεσῳδός
μέσωρος
μετά
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μεταβάπτω
μεταβασανίζω
μετάβασις
μεταβατέον
μεταβάτης
μεταβατικός
μεταβατός
μεταβιάζομαι
μεταβιβάζω
μεταβιβαστέος
μεταβιόω
μεταβλαστάνω
μεταβλέπω
μεταβλητέον
μεταβλητέος
View word page
μεταβάτης
desultor, trick-rider

ShortDef

desultor, trick-rider

Debugging

Headword:
μεταβάτης
Headword (normalized):
μεταβάτης
Headword (normalized/stripped):
μεταβατης
IDX:
55983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55984
Key:

Data

{'content': 'desultor, trick-rider'}