Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέσφι
μεσῳδικός
μεσῳδός
μέσωρος
μετά
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μεταβάπτω
μεταβασανίζω
μετάβασις
μεταβατέον
μεταβάτης
μεταβατικός
μεταβατός
μεταβιάζομαι
μεταβιβάζω
μεταβιβαστέος
μεταβιόω
μεταβλαστάνω
μεταβλέπω
μεταβλητέον
View word page
μεταβατέον
one must pass over

ShortDef

one must pass over

Debugging

Headword:
μεταβατέον
Headword (normalized):
μεταβατέον
Headword (normalized/stripped):
μεταβατεον
IDX:
55982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55983
Key:

Data

{'content': 'one must pass over'}