Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μέσφα
μέσφι
μεσῳδικός
μεσῳδός
μέσωρος
μετά
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μεταβάπτω
μεταβασανίζω
μετάβασις
μεταβατέον
μεταβάτης
μεταβατικός
μεταβατός
μεταβιάζομαι
μεταβιβάζω
μεταβιβαστέος
μεταβιόω
μεταβλαστάνω
μεταβλέπω
View word page
μετάβασις
a passing over, migration
ShortDef
a passing over, migration
Debugging
Headword:
μετάβασις
Headword (normalized):
μετάβασις
Headword (normalized/stripped):
μεταβασις
IDX:
55981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55982
Key:
Data
{'content': 'a passing over, migration'}