Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεσύμνιον
μέσφα
μέσφι
μεσῳδικός
μεσῳδός
μέσωρος
μετά
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μεταβάπτω
μεταβασανίζω
μετάβασις
μεταβατέον
μεταβάτης
μεταβατικός
μεταβατός
μεταβιάζομαι
μεταβιβάζω
μεταβιβαστέος
μεταβιόω
μεταβλαστάνω
View word page
μεταβασανίζω
test

ShortDef

test

Debugging

Headword:
μεταβασανίζω
Headword (normalized):
μεταβασανίζω
Headword (normalized/stripped):
μεταβασανιζω
IDX:
55980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55981
Key:

Data

{'content': 'test'}