Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέστωσις
μεσύμνιον
μέσφα
μέσφι
μεσῳδικός
μεσῳδός
μέσωρος
μετά
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μεταβάπτω
μεταβασανίζω
μετάβασις
μεταβατέον
μεταβάτης
μεταβατικός
μεταβατός
μεταβιάζομαι
μεταβιβάζω
μεταβιβαστέος
μεταβιόω
View word page
μεταβάπτω
to change by dipping

ShortDef

to change by dipping

Debugging

Headword:
μεταβάπτω
Headword (normalized):
μεταβάπτω
Headword (normalized/stripped):
μεταβαπτω
IDX:
55979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55980
Key:

Data

{'content': 'to change by dipping'}