Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μέστωμα
μέστωσις
μεσύμνιον
μέσφα
μέσφι
μεσῳδικός
μεσῳδός
μέσωρος
μετά
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μεταβάπτω
μεταβασανίζω
μετάβασις
μεταβατέον
μεταβάτης
μεταβατικός
μεταβατός
μεταβιάζομαι
μεταβιβάζω
μεταβιβαστέος
View word page
μεταβάλλω
to throw into a different position, to turn quickly
ShortDef
to throw into a different position, to turn quickly
Debugging
Headword:
μεταβάλλω
Headword (normalized):
μεταβάλλω
Headword (normalized/stripped):
μεταβαλλω
IDX:
55978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55979
Key:
Data
{'content': 'to throw into a different position, to turn quickly'}