Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεστόω
μέστωμα
μέστωσις
μεσύμνιον
μέσφα
μέσφι
μεσῳδικός
μεσῳδός
μέσωρος
μετά
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μεταβάπτω
μεταβασανίζω
μετάβασις
μεταβατέον
μεταβάτης
μεταβατικός
μεταβατός
μεταβιάζομαι
μεταβιβάζω
View word page
μεταβαίνω
to pass over from one place to another

ShortDef

to pass over from one place to another

Debugging

Headword:
μεταβαίνω
Headword (normalized):
μεταβαίνω
Headword (normalized/stripped):
μεταβαινω
IDX:
55977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55978
Key:

Data

{'content': 'to pass over from one place to another'}