Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεστότης
μεστόω
μέστωμα
μέστωσις
μεσύμνιον
μέσφα
μέσφι
μεσῳδικός
μεσῳδός
μέσωρος
μετά
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μεταβάπτω
μεταβασανίζω
μετάβασις
μεταβατέον
μεταβάτης
μεταβατικός
μεταβατός
μεταβιάζομαι
View word page
μετά
(w gen) with, among; (w acc) after
ShortDef
(w gen) with, among; (w acc) after
Debugging
Headword:
μετά
Headword (normalized):
μετά
Headword (normalized/stripped):
μετα
IDX:
55976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55977
Key:
Data
{'content': '(w gen) with, among; (w acc) after'}