Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεσσοπαγής
μέσσορος
μεστός
μεστότης
μεστόω
μέστωμα
μέστωσις
μεσύμνιον
μέσφα
μέσφι
μεσῳδικός
μεσῳδός
μέσωρος
μετά
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μεταβάπτω
μεταβασανίζω
μετάβασις
μεταβατέον
μεταβάτης
View word page
μεσῳδικός
belonging to or like a μεσῳδός

ShortDef

belonging to or like a μεσῳδός

Debugging

Headword:
μεσῳδικός
Headword (normalized):
μεσῳδικός
Headword (normalized/stripped):
μεσωδικος
IDX:
55973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55974
Key:

Data

{'content': 'belonging to or like a μεσῳδός'}