Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μεσσήνιος
μεσσογενής
μεσσόθεν
μεσσόθι
μεσσοπαγής
μέσσορος
μεστός
μεστότης
μεστόω
μέστωμα
μέστωσις
μεσύμνιον
μέσφα
μέσφι
μεσῳδικός
μεσῳδός
μέσωρος
μετά
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μεταβάπτω
View word page
μέστωσις
filling full, saturation

ShortDef

filling full, saturation

Debugging

Headword:
μέστωσις
Headword (normalized):
μέστωσις
Headword (normalized/stripped):
μεστωσις
IDX:
55969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55970
Key:

Data

{'content': 'filling full, saturation'}